- σαλεπιτζής
- οαυτός που πουλάει σαλέπι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλεπιτζής — ο, Ν 1. αυτός που πουλά σαλέπι 2. ασήμαντο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. salepci (βλ. και σαλέπι)] … Dictionary of Greek
σαλεπιτζήδικο — το, Ν 1. κατάστημα όπου πωλείται το σαλέπι 2. φρ. «τό κανες σαλεπιτζήδικο» προκάλεσες αναστάτωση με την συμπεριφορά σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαλεπιτζήδ τού πληθ. σαλεπιτζήδες τού σαλεπιτζής + κατάλ. ικο (πρβλ. παλιατζήδ ικο)] … Dictionary of Greek